Οι μυϊκές δυστροφίες θεωρείται ότι αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό των νευρομυϊκών νοσημάτων, που εμφανίζονται με συχνότητα περίπου 1:3000 γεννήσεις. Σήμερα , με βάση τις εξελίξεις της Μοριακής Γενετικής, ο όρος μυϊκές δυστροφίες αναφέρεται σε μια «ετερογενή ομάδα από γενετικά νοσήματα τα οποία προκαλούν προοδευτική πρωτοπαθή βλάβη των μυϊκών ινών, εξαιτίας της διαταραχής σε κάποια/ες σημαντικές πρωτεΐνες των μυών». Σε προχωρημένο στάδιο των νοσημάτων ενδοχομένως να παρατηρηθεί προσβολή του καρδιακού μυ . Μία σημαντική ένδειξη της νόσου είναι τα αυξημένα επίπεδα CK, αλδολάσης και τρανσαμινασών τα οποία παρατηρούνται από τη γέννηση των ασθενών και τα οποία πολλές φορές σε μικρές ηλικίες ανιχνεύονται από τυχαίους κλινικοεργαστηριακούς ελέγχους. H έναρξη μπορεί να γίνει στην βρεφική, παιδική ή στην ενήλικη και η κλινική εικόνα των ασθενών μπορεί να διαφέρει ακόμα και ανάμεσα σε άτομα της ίδιας οικογένειας .
Η ταξινόμηση που εφαρμόζεται σήμερα αφορά 8 ομάδες μυϊκών δυστροφιών που στηρίζεται στην κατανομή της κύριας μυϊκής αδυναμίας αλλά και στη μοριακή διαταραχή.
Στο εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής μελετώνται οι εξής μυϊκές δυστροφίες:
1) Μυική δυστροφία Duchenne(DMD)/Becker(BMD)
Η μυϊκή δυστροφία Duchenne είναι η πιο κοινή μορφή μυϊκής δυστροφίας της παιδικής ηλικίας, κληρονομείται με υπολειπόμενο φυλοσύνδετο χαρακτήρα (νοσούν κατά κανόνα τα αγόρια ενώ οι μητέρες στο 75% είναι απλώς φορείς) και εμφανίζεται με συχνότητα 1:3500 αγόρια. Οι γυναίκες φορείς μπορεί να είναι συμπτωματικές (κράμπες, μυαλγίες, καρδιολογικές επιπλοκές) σε ποσοστό ~18%.
Η μυϊκή δυστροφία DMD ανήκει στην ομάδα των δυστροφινοπαθείών γιατί προκύπτει από μεταλλάξεις του γονιδίου της δυστροφίνης. Η δυστροφίνη οφείλει το ονομά της (dystrophin) στο γεγονός ότι συνδέθηκε πρώτο με μυϊκή δυστροφία. Στην ίδια ομάδα ανήκει η ηπιότερη μορφή μυϊκής δυστροφίας Becker (BMD), η διατατική καρδιομυοπάθεια και μια ομάδα που περιλαμβάνει ήπιες μορφές μυοπάθειας, όπως η μυοπάθεια τετρακέφαλου.
Το κύριο κλινικό χαρακτηριστικό των παιδιών με DMD είναι η μυϊκή αδυναμία που ξεκινά από την πυελική ζώνη και επεκτείνεται στους κεντρομελικούς μύς των άνω άκρων, με σχετική διατήρηση της ισχύος του δελτοειδούς . Συχνά το πρώτο σύμπτωμα που παρατηρείται στην ηλικία των 3-6 ετών είναι το λικνιστικό (νήσσειο) βάδισμα, ενώ οι γονείς αναφέρουν συχνά πτώσεις των παιδιών και δυσκολία στο τρέξιμο. Στα πρώτα χρόνια εκδήλωσης της νόσου παρατηρείται και η «μυοπαθητική» ανέγερση των ασθενών από το δάπεδο, κατά την οποία τα παιδιά ανασηκώνονται από το πάτωμα στηρίζοντας τα χέρια τους χαρακτηριστικά στα γόνατα (σημείο Gower). Παράλληλα παρατηρείται ψευδουπερτροφία κυρίως των γαστροκνημίων εξαιτίας της ανάπτυξης συνδετικού και λιπώδους ιστού. Μεταξύ 4 και 8 ετών παρατηρείται στασιμότητα της νόσου εξαιτίας της γρήγορης ανάπτυξης των παιδιών αυτής της ηλικίας που επικαλύπτει τη βραδεία εξέλιξη της νόσου. Μυϊκές βραχύνσεις που περιορίζουν την κινητικότητα των αρθρώσεων εμφανίζονται στην ηλικία των 6 ετών με πρώτη αυτήν του αχιλλείου τένοντος. Περίπου στην ηλικία των 8 ετών οι περισσότεροι ασθενείς δυσκολεύονται στο ανέβασμα της σκάλας και στο τρέξιμο. Αδυναμία βάδισης στις βαριές περιπτώσεις εμφανίζεται περίπου στο διάστημα μεταξύ 10-13 ετών, οπότε και είναι απαραίτητη η χρήση αναπηρικού αμαξιδίου.
Ο έλεγχος του γονιδίου της δυστροφίνης εφαρμόζεται τόσο για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, όσο και για την πρόληψη του νοσήματος στις οικογένειες . Επιπλέον τα νέα θεραπευτικά πρωτόκολλα έχουν ως προϋπόθεση την εύρεση της γονιδιακής διαταραχής καθώς η προσέγγιση στα πρωτόκολλα αυτά είναι εξατομικευμένη. Οι μεταλλάξεις του γονιδίου της δυστροφίνης είναι πάρα πολλές και διαφορετικές και μπορεί να είναι ελλείψεις (65%) διπλασιασμοί περιοχών του γονιδίου(~10%) και σημειακές μεταλλάξεις (25% ).
2) Ζωνιαίες μυϊκές δυστροφίες (LGMDs)
Οι ζωνιαίες μυϊκές δυστροφίες αποτελούν μια μεγάλη ετερογενή ομάδα με τουλάχιστον 30 μορφές υπολειπόμενες κυρίως (δύο παθολογικές μεταλλάξεις) αλλά και επικρατείς (μία παθολογική μετάλλαξη). Όλες δείχνουν την ίδια ζωνιαία κατανομή της μυϊκής αδυναμία που αφορά και τα πάνω και τα κάτω άκρα. Οι υπολειπόμενες μορφές της νόσου (και οι δύο γονείς φορείς) που ονομάζονται LGMD 1A, B, C κλπ είναι συχνότερες από τις επικρατείς που ονομάζονται LGMD1A, B, κλπ. Η επικρατής μορφή συνήθως εκδηλώνεται σε ενήλικες ασθενείς.
Οι πρωτεΐνες που εμπλέκονται είναι κυρίως μυοειδικές και κάποιες από αυτές συνδέονται με τη λειτουργία της δυστροφίνης. Διαγνωστικά επειδή είναι δύσκολο να βρεθεί ποια από όλες τις γενετικές θέσεις εμπλέκεται είναι καταλυτική η προσφορά της ανοσοϊστοχημικής μελέτης σε βιοψία μυός. Στη συνέχεια όταν εντοπίζεται μοριακή διαταραχή συνεχίζεται ο μοριακός έλεγχος με μελέτη των αντίστοιχων γονιδίων. Κάποιες μορφές μοιάζουν με δυστροφινοπάθεια ενώ υπάρχουν και μορφές που εκδηλώνονται ως ασυμπτωματικές περιπτώσεις με αύξηση των τιμών CK.
3) Οφθαλμοφαρυγγική μυϊκή δυστροφία
Πρόκειται για ένα νόσημα που κληρονομείται με αυτοσωμικό επικρατή χαρακτήρα (κληρονομείται από τον ένα γονέα), με έναρξη συμπτωμάτων συνήθως μετά το 50ό έτος της ηλικίας του ατόμου. Τα κύρια συμπτώματα είναι δυσφαγία, πτώση των βλεφάρων και μυϊκή αδυναμία.
Η γενετική θέση που συνδέεται με το νόσημα βρίσκεται στη χρωμοσωμική περιοχή 14q11, στην οποία εντοπίσθηκε το γονίδιο που κωδικοποιεί την poly(A)-συνδεόμενη πρωτεΐνη 2. Σε ασθενείς βρέθηκε ότι υπάρχει μια επέκταση ενός τρινουκλεοτιδίου (GCΝ) σε αριθμό μεταξύ 8-13 στο 5΄ άκρο του γονιδίου με αποτέλεσμα προσθήκη αλανινών στο αμινοτελικό άκρο της πρωτεΐνης.
ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΗ ΜΟΡΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ