Οι Νευροϊνωματώσεις τύπου 1 και 2 είναι γενετικά νευροδερματικά νοσήματα που κληρονομούνται με αυτοσωματικό επικρατητικό τρόπο, δηλαδή κάθε απόγονος ασθενούς έχει 50% πιθανότητα να κληρονομήσει το μεταλλαγμένο αλληλόμορφο από τον πάσχοντα γονέα. Η Σβαννωμάτωση θεωρείται η τρίτη και πιο σπάνια μορφή Νευροϊνωμάτωσης. Τα τρία νοσήματα διαφέρουν ως προς τα κλινικά χαρακτηριστικά και την γενετική αιτία. Ο μοριακός έλεγχος μπορεί να επιβεβαιώσει την κλινική διάγνωση και να αποδειχθεί πολύτιμος σε οικογένειες με μέλη που νοσούν και θέλουν να τεκνοποιήσουν. Μόλις εντοπιστεί η μετάλλαξη σε κάποιον πάσχοντα καθίσταται εφικτή η προγεννητική διάγνωση και η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση.
Η Νευροϊνωμάτωση Τύπου 1 (NF1), ή αλλιώς νόσος Recklinghausen, έχει συχνότητα εμφάνισης παγκοσμίως 1 στις 2.500 με 3.000 γεννήσεις. Η νόσος οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου NF1. Είναι μια πολυσυστηματική διαταραχή, με κύρια κλινικά χαρακτηριστικά τις καφεγαλακτόχροες κηλίδες στο δέρμα και τα καλοήθη νευρινώματα. Η Νευροϊνωμάτωση Τύπου 1 μπορεί να είναι κληρονομική ή στο 50% των περιπτώσεων να εμφανιστεί στον ασθενή χωρίς οικογενειακό ιστορικό (de novo). Η νόσος έχει πλήρη διεισδυτικότητα, δηλαδή ένα παιδί που κληρονομεί τη μετάλλαξη θα εκδηλώσει τη νόσο. Η κλινική εικόνα όμως, μπορεί να διαφέρει σε σχέση με τον γονέα που επίσης νοσεί. Περισσότερες από 500 διαφορετικές μεταλλάξεις έχουν εντοπιστεί στο γονίδιο NF1, η καθεμία σε πολύ μικρό ποσοστό ασθενών. Οι μεταλλάξεις μπορεί να είναι όλων των ειδών ενώ μπορεί να υπάρχει ακόμα και έλλειμμα ολόκληρου του γονιδίου.
Η Νευροϊνωμάτωση Τύπου 2 (NF2) είναι ένα αυτοσωματικό επικρατητικό νόσημα, με συχνότητα εμφάνισης περίπου 1 στα 30.000 άτομα. Το κυριότερο κλινικό χαρακτηριστικό είναι η ανάπτυξη όγκων του νευρικού συστήματος (αιθουσιαία σβαννώματα, μηνιγγιώματα, επενδυμώματα, αστροκυττώματα, νευρινώματα). Η Νευροϊνωμάτωση Τύπου 2 οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου NF2. Περισσότερο από το 50% των ασθενών κληρονομούν μια μετάλλαξη από έναν γονέα που επίσης νοσεί, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί η μετάλλαξη να εμφανιστεί σε άτομο χωρίς θετικό οικογενειακό ιστορικό για το νόσημα (de novo). Τα πρώτα συμπτώματα της νόσου εκδηλώνονται σε ηλικία περίπου 20 ετών και για αυτό ο προσυμπτωματικός γενετικός έλεγχος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαχείρισης των οικογενειών με NF2.
Η Σβαννωμάτωση θεωρείται η τρίτη και πιο σπάνια μορφή Νευροϊνωμάτωσης. Χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη πολλαπλών σβαννωμάτων, παρόμοια με τους ασθενείς με Νευροϊνωμάτωση Τύπου 2, αλλά χωρίς αμφίπλευρα αιθουσιαία σβαννώματα, και επενδυμώματα. Μεταλλάξεις στα γονίδια SMARCB1 και LZTR1 εμπλέκονται στην εμφάνιση της νόσου. Λιγότερο από το 20% των ασθενών με Σβαννωμάτωση έχουν έναν γονέα που επίσης νοσεί. Άλλοι ασθενείς εμφανίζουν μια μετάλλαξη de novo, χωρίς να έχουν, δηλαδή, γονέα που να νοσεί. Λόγω των κοινών κλινικών χαρακτηριστικών με την NF2 είναι σημαντικός ο μοριακός έλεγχος των πασχόντων προκειμένου να επιτευχθεί η σωστή κλινική διάγνωση και παρακολούθηση των ατόμων αυτών.
Το σύνδρομο Legius είναι μια γενετική νόσος που κληρονομείται με αυτοσωματικό επικρατητικό τρόπο. Η κλινική εικόνα των ασθενών έχει ομοιότητες με την Νευροϊνωμάτωση Τύπου 1, αλλά είναι πολύ πιο ήπια. Οι ασθενείς έχουν επίσης καφεγαλακτόχροες κηλίδες στο δέρμα, αλλά δεν αναπτύσσουν νευρινώματα ή οπτικά γλοιώματα. Μεταλλάξεις στο γονίδιο SPRED1 σχετίζονται με την εμφάνιση της νόσου. Για την διαφορική διάγνωση σε σχέση με την Νευροϊνωμάτωση Τύπου 1 είναι απαραίτητος ο μοριακός έλεγχος.
Στο Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής διεξάγεται μοριακός έλεγχος για τη Νευροϊνωμάτωση Τύπου 1, Τύπου 2, για την Σβαννωμάτωση και για το Σύνδρομο Legius. Το DNA του εξεταζόμενου ατόμου απομονώνεται από περιφερικό αίμα ή από ιστούς ενώ για τον έλεγχο του εμβρύου είναι απαραίτητη η λήψη αμνιακού υγρού ή τροφοβλάστης. Μετά την απομόνωση του DNA πραγματοποιείται αλληλούχηση επόμενης γενιάς (Next Generation Sequencing) με ειδικά σχεδιασμένο πρωτόκολλο αλληλούχησης για όλες τις κωδικοποιούσες περιοχές των γονιδίων που σχετίζονται με όλα τα προαναφερθέντα νοσήματα. Εκτός από τη μέθοδο αλληλούχησης, στο Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής πραγματοποιείται και έλεγχος για ελλείμματα και διπλασιασμούς για γονίδια που σχετίζονται με τα προαναφερθέντα νοσήματα (έλεγχος γονιδιακής δόσης, MLPA). Σε όλους τους εξεταζόμενους ή τους κηδεμόνες δίνεται λεπτομερής γενετική συμβουλή πριν την αιμοληψία και με την απόδοση των αποτελεσμάτων και όλοι/όλες δηλώνουν ενυπόγραφα τη συγκατάθεσή τους στον μοριακό έλεγχο.